- ἀτάκτως
- бесчинно, беспорядочно, своевольно, не подчиняясь установленному порядку.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀτάκτως — ἄτακτος not in battle order adverbial ἄτακτος not in battle order masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Second Epistle to the Thessalonians — The Second Epistle to the Thessalonians, also known as the Second Letter to the Thessalonians, is a book from the New Testament of the Christian Bible. It is traditionally attributed to Paul, because it begins, Paul, and Silvanus, and Timothy,… … Wikipedia
επιπαραγίγνομαι — ἐπιπαραγίγνομαι (Α) [παραγίγνομαι] 1. έρχομαι στη σκηνή 2. (για στρατηγό) έρχομαι για να διαδεχθώ κάποιον στη στρατηγία («μὴ συμβῇ τὸν ἐπιπαραγιγνόμενον στρατηγόν... τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῑν», Πολ.) 3. (για στρατό) ανέρχομαι («ἀτάκτως… … Dictionary of Greek
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek
συνθεώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. (για θεατές κατά τη διάρκεια αγώνων) βλέπω, παρακολουθώ μαζί με άλλον ή με άλλους 2. εξετάζω κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους 3. μτφ. περιλαμβάνω μία οπτική εικόνα σε ένα μόνο βλέμμα μου, ρίχνω μόνον μια ματιά («συνθεασάμενος… … Dictionary of Greek
σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν … Dictionary of Greek
υποσπαίρω — ΜΑ μσν. (για σφυγμό) χτυπώ αμυδρά αρχ. 1. (ιδίως για ετοιμοθάνατο) σπαράζω, σπαρταρώ λίγο 2. φρ. «ἀτάκτως ὑποσπαίρω» αναπνέω με κοφτές και ακανόνιστες αναπνοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπαίρω «σπαράζω, σπαρταρώ»] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՍԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0131 Chronological Sequence: 6c մ. Առանց դասաւորութեան իրիք. անկարգաբար. խառնիխուռն. ἁτάκτως *Անկարգապէս եւ անդասաբար շարժեցեալ նիւթոց. Փիլ. նխ. ՟ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)